Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Χθες ήταν μια πολύ όμορφη μέρα από το πρωί. Ξύπνησα αρκετά αργά και ετοιμάστηκα γρήγορα γρήγορα, γιατί δύο η ώρα θα περνούσε ο Α. έξω από το Μεγάλη Βρετανία, οδηγώντας τον Ιππόλυτο, και με συνοδούς την Μ., τον Αλέξανδρο Χ. και την Κ.. Μπήκα σε ένα λάθος λεωφορείο αφηρημένη, συνέχισα να είμαι αφηρημένη και όταν κατάλαβα ότι πάω προς Πειραιά, κατέβηκα,, ψύχραιμη μπήκα σε ένα ταξάκι και ήμουν στον τόπο συνάντησης στην ώρα μου. Με περίμενε ένα Μόλτο, όπως και όλους τους επιβάτες του Ιππόλυτου. Η Κ. τελικά μας έστησε λίγο, αλλά καθίσαμε σε μια σκιά με το αυτοκίνητο και την περιμέναμε μιλώντας, και ήταν τόσο καλά που λέμε να το κάνουμε πότε-πότε. Ύστερα ξεκίνησε ο μακρύς δρόμος για το Διόνυσο, όπου ο Γ. μας είχε τάξει μακαρονάδα. Όταν φτάσαμε εκεί, διαπιστώσαμε ότι μακαρονάδα δεν υπήρχε, υπήρχε όμως ταχινοσαλάτα, παστίτσιο και σαλάτα. Και ένα πιεστικό που κάνει θόρυβο και πολλά πουλάκια, που για λίγη ώρα έχουν πλάκα, αλλά για πολλή ώρα όχι. Και ησυχία. Πολλή ησυχία. Περάσαμε μερικές ώρες σε νιρβάνα, τρώγοντας, πίνοντας και κουβεντιάζοντας ήσυχα, όπως αρμόζει στην ηλικία μας, και μετά κινήσαμε για Μαλακάσσα. Είχαμε σκοπό να μπούμε 6 άτομα με 4 εισιτήρια. Τη δύσκολη αυτή αποστολή είχα αναλάβει εγώ, αλλά απέτυχα παταγωδώς. Μπήκαμε στα γρασίδια, φάγαμε χοτ ντογκ, βρήκαμε μια ωραία θέση και εγώ με τον Α. αναρωτιόμασταν γιατί όλοι οι άλλοι ήταν τόσο ψύχραιμοι και αδιάφοροι, ενώ θα βλέπαμε ΤΟΝ Bob Dylan. Καθόμασταν σχετικά πίσω, αλλά πήγα για λίγο στην πρώτη σειρά και βρήκα τον Γ., φίλο από τη σχολή, ο οποίος πάντα δήλωνε "όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω ο Μπομπ Ντύλαν". Όμως επειδή ήθελα να ακούω τη φωνή του Ντύλαν, και όχι τον Γ. να ουρλιάζει μέσα στο αυτί μου, αποφάσισα να μην είμαι γκρούπι για μια φορά, και πήγα πίσω στην παρέα μου. Υπήρχε ένα γενικότερο κλίμα ευφορίας, ο Γ. προσπαθούσε ανεπιτυχώς να με εκνευρίσει και να με βγάλει από τη νιρβάνα μου, η ζωή κυλούσε.. Και ύστερα βγήκε ο Ντύλαν. Με τους μουσικούς του. Με υπέροχα, κομψά κουστούμια, γερασμένη, αλλά παρ' όλα αυτά ευχάριστη φωνή, πολλά κομμάτια παραλλαγμένα. Άλλα τα προτιμούσα στις εκδοχές των δίσκων, άλλα όχι. Έπαιξε δυο γεμάτες ώρες, δεν μας είπε λέξη, πέραν των στίχων, και επιβλήθηκε στο χώρο με την μικροσκοπική του παρουσία. Καθίσαμε σχεδόν μέχρι να αδειάσει η Μαλακάσα, απολαμβάνοντας το φανταστικό φεγγάρι και χαζεύοντας τον κόσμο που έφευγε σιγά σιγά με ένα χαμόγελο στη χείλη. στο δρόμο μέχρι το αυτοκίνητο (και ήταν μακρύς), κλωτσούσαμε όλοι μαζί ένα μπουκαλάκι νερό και το φτάσαμε ως τον Ιππόλυτο. στο αυτοκίνητο ο Α. μας ρώτησε πιο τραγούδι θα θέλαμε να ακούμε, αν έπρεπε να ακούμε ένα τραγούδι συνέχεια στην αιωνιότητα, μετά το θάνατό μας. Διάλεξα πολύ βιαστικά το Love will tear us apart, το οποίο και ακούσαμε, αλλά μετά συνειδητοποίησα ότι το Famous blue raincoat είναι σαφώς το αγαπημένο μου τραγούδι, που δεν βαριέμαι ποτέ. Το ακούσαμε κι αυτό, όπως και πολλές ακόμη ωραίες μουσικές, που έκλεισαν τη βραδιά ιδανικά. Ο Α. με την Μ. πήγαν σπίτι, εγώ με τον Αλέξανδρο Χ. πήγαμε από το MG να χαιρετήσουμε την Κ. και τη Σ. και μετά από 5 λεπτά εγώ γύρισα εξαντλημένη σπίτι. Κοιμήθηκα αρκετά ανήσυχα, με μια υπερένταση που ακόμη δεν έχει περάσει.
Το πρωί πήγα για καφέ με τον Γ., γιατί είχα πάρα πολύ καιρό να τον δω και ήθελα να μου πει πώς ήταν η συναυλία από την πρώτη σειρά. Καθίσαμε στο Διπλό και στη συνέχεια ήρθαν με σειρά εμφάνισης τα κορίτσια: Α., Σ., Κ. Μετά το ν καφέ πήγαμε από τους Πέντε δρόμους για μπύρα και ποικιλία (που την έφαγα όλη εγώ) και λίγο αργότερα ήρθε κι άλλος φίλος του Γ. και επίσης αρχιτέκτονας και συμφοιτητής μας στην Ξάνθη. Η παρέα μεγάλωνε, η κούρασή μου το ίδιο, κι έτσι γύρισα σπίτι με μια αδιόρατη, ύπουλη κακοκεφιά, παρ' ότι οι Α. και Μ. με είχαν καλέσει στο σπίτι τους για καφέ. Αύριο έχω αναλάβει να βγάλω τα εισιτήρια όλων μας για το Θανάση Παπακωνσταντίνου. Μου ανακοίνωσαν ότι αφού πλέον δεν δουλεύω και κάνω διακοπές, θα κάνω εγώ όλα τα "θελήματα". Δε βαριέσαι..

Σάββατο 29 Μαΐου 2010


Ναι, είδα το Bob Dylan. Και τώρα πάω για ύπνο. Αλλά αύριο, θα σας πρήξω με μια τόόόόόόόσο μεγάλη ανάρτηση..
Χθες ήταν η τελευταία μου μέρα στους Point Supreme. Αποφασίσαμε να προσποιηθούμε ότι ΔΕΝ είναι η τελευταία μου μέρα, γιατί δεν μπορώ τους αποχαιρετισμούς -κλαίω και άσχημα- και γιατί στην πραγματικότητα όντως δεν είναι η τελευταία μου μέρα. Θα πηγαίνω που και που στο γραφείο, αλλά αυτή τη φορά για να φτιάξω πάλι το portfolio μου και όχι για δουλειά. Μια πρόφαση, στην ουσία, για να βλέπω τα παιδιά και τον Πούλι, το καναρίνι της Β.. Κάποια στιγμή θα γράψω "τι έμαθα στους Point Supreme", αλλά όχι ακόμη.
Χθες, επίσης, ήταν τα εγκαίνια του Radio Bubble. Πήγαμε πολύ νωρίς, κατά τις 9 ήμασταν εκεί: Ο Αλέξανδρος Χ., ο Χ. (τον οποίο μόλις σκέφτηκα ότι μπορώ να τον γράφω "Χιχι" από τα αρχικά του, και αυτό θα κάνω), ο Γ., ο Α.. Ο Α. ήρθε με απαίσια διάθεση, η οποία άρχισε σταδιακά να φτιάχνει. Εγώ σχολίαζα το (μεγάλο) μέσο όρο ηλικίας, που μου φαινόταν μεγάλος και ο Γ. με έκραζε "διότι μετά τα 25 δε σε παίρνει να μιλάς". Αλλά εγώ τα κλείνω 21 Ιουνίου, οπότε συνέχισα να μιλάω. Και αποφάσισα να διασκεδάσω λίγο με τον Γ., πρήζοντάς τον με ζώδια, με το ότι είναι μεταλλάς, φοιτητής, μοναχοπαίδι και λοιπά. Αλλά παραήταν ήρεμος χθες και δεν κατάφερα να τον λυγίσω. Τον λύγισε όμως η μέση του και σύντομα έψαχνε μέρος να καθίσουμε. Βρήκαμε ένα σκαλοπατάκι στο πεζοδρόμιο και ο Γ., ο Α. κι εγώ ακουμπήσαμε τα γέρικα κορμιά μας. Ο Χιχι περιφερόταν χαρούμενος φορώντας την Radio Bubble μπλούζα του, Αλέξανδρος Χ. τραβούσε διαρκώς με την κάμερα. Δεν έχω ιδέα γιατί και πώς, αλλά φαινόταν χαρούμενος και αυτό μας φτάνει. Κάποια στιγμή ήρθε η Ν., φίλη των παιδιών, την οποία είχα συναντήσει και γνωρίσει στο πάρτι του Αλέξανδρου Χ. και χθες κάναμε αρκετά παρέα (δλδ θα την θυμάμαι και την επόμενη φορά που θα την δω, πράγμα που για μένα είναι κατόρθωμα-είμαι απαίσια σ' αυτά). Ο Γ., μετά από μια γρήγορη Veltins αποχώρησε. Ύστερα, ακόμη πιο αργά ήρθε η Κ., αδελφή του Α., και χάρηκα πάρα πολύ γιατί οι βραδιές με αδέλφια είναι οι αγαπημένες μου. (Διασκεδάζω πολύ και όταν βρίσκομαι με την Α. και τον αδελφό της, τον Π.). Ο Α. κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο την καταπίεση του κόσμου, τη δυστυχία του και λοιπά και λοιπά και θέλησε να μεταφέρει το ύφος "Μαρία η Μαγδαληνή η Μετανιωμένη" (δική μου φράση-ανακάλυψη, μόλις χθες) στους Κόκκους Καφέ. Η Κ. δεν ήθελε καθόλου να πάει Κόκκους, διότι ήθελε να διασκεδάσει λίγο η χριστιανή και στους Κόκκους θα ήταν νέκρα. Εμένα η νέκρα με αφήνει αδιάφορη αν είμαι σε ωραίο περιβάλλον με καλή παρέα. Κι έτσι αφήσαμε τον Αλέξανδρο Χ. και τον Χιχι μαζί με τον Ν. (ο οποίος πάντα φεύγει πέντε λεπτά αφότου εμφανίζομαι -αφού πει πάντα έναν καλό λόγο για ό,τι φοράω- και είπα χθες να κάνω την έκπληξη και να προλάβω να φύγω πριν απ' αυτόν), και καμιά εκατοστή άλλους ανθρώπους να περνάνε ωραία, και ξεκινήσαμε για Κόκκους. Η Κ. φορούσε κάτι φανταστικές μπλε γόβες, μια φούστα "Α" με τούλι στο τελείωμα και τεχνοτροπία ασορτί με του φορέματός μου και ένα μαύρο τοπ. Ο Α. της έλεγε ότι είναι απαράδεκτη, ότι δεν του αρέσουν η γόβες κλπ κλπ, κρατώντας την ταυτόχρονα αγκαζέ, διότι οι γόβες είναι και μια άλφα ταλαιπωρία, και εγώ διασκέδαζα με τα αδελφικά "καυγαδάκια". Ο Α. είχε πει στην Κ. ότι οι Κόκκοι είναι κοντά, αλλά με γόβες το "κοντά" είναι μια πολύ σχετική έννοια και προέκυψε γκρίνια. Τελικά φτάσαμε, ήταν όντως νέκρα, και ο φίλος της Κ., ο Δ. μας περίμενε εκεί. Καθίσαμε τετράς σε ένα τραπέζι και αφού παραγγείλαμε το 4ο ποτό μας (εγώ και ο Α., οι άλλοι πρέπει να ήταν στο πρώτο ποτό, μετά από μια μπύρα) η κουβέντα άρχισε να κυλάει. Συμφωνήσαμε με τον Α. αν παρεκτραπώ και λέω ό,τι να 'ναι στον ξένο άνθρωπο να με κλοτσήσει. Δεν με κλότσησε ποτέ, παρ' όλα αυτά δεν είμαι πολύ σίγουρη για το τι εντύπωση κάναμε στον Δ.. Χαμογελούσε βέβαια, δε λέω.. Αφού ανταλλάξαμε κινητά με την Κ. (με διασκεδάζει λίγο να βγάζω τον Α. από τη μέση και να έχω τη δυνατότητα να επικοινωνώ απευθείας με φίλους και αδέλφια κλπ, άσχετα αν τελικά δεν το κάνω), έφυγε με τον Δ., για το Τραλαλά, ενώ εγώ με τον Α. και τη Ν., που είχε έρθει να μας βρει από το Radio Bubble πήγαμε και φάγαμε Σούπερ Πίτσα στα Εξάρχεια, σε κάτι σκαλάκια στην ανηφόρα πάνω απ' την πλατεία, όπου μια γάτα μας πλησίασε. Εγώ χάρηκα και την τάιζα μπέικον, αλλά οι άλλοι δύο αναστατώθηκαν Ο μεν Α. γιατί τα ζώα του προκαλούν μια κάποια αμηχανία, η δε Ν., γιατί είναι αλλεργική στις γάτες. Οπότε έκανα πέρα το γατί, η Ν. πήγε προς τα κάπου με τα πόδια και εγώ με τον Α. πήραμε από ένα ταξί και γυρίσαμε στα σπίτια μας, να ξεκουραστούμε, γιατί σήμερα είναι η Μεγάλη Εκδρομή Στη Μαλακάσα Παρ' όλα αυτά δεν κατάφερα να κοιμηθώ πριν τις 4.30, γιατί ο Ταρτούφος είχε όρεξη να τα πούμε και μου είχε λείψει κι εμένα η αυστηρή του φάτσα και το ατίθασο φτέρωμά του. (Επιπλέον είναι και απίθανος ακροατής, αν και οι συμβουλές του, που περιορίζονται σε μια σιωπή όλο νόημα και ένα επίμονο βλέμμα, είναι λίγο "δυσανάγνωστες".)

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Αναρωτιέμαι μερικές φορές για το ποιές στιγμές θα θυμάμαι αν πάθω κάποτε αλτσχάιμερ ή άνοια ή κάτι τέτοιο. Φαντάζομαι ότι δεν μπορείς να το προβλέψεις αυτό βέβαια έτσι κι αλλιώς και υποθέτω ότι δεν είναι και οι στιγμές που θυμάμαι τώρα πιο έντονα από τη ζωή μου, σαν φωτογραφίες. Πάντως είναι κάποιες εικόνες που επανέρχονται από περιόδους της ζωής μου που μπορεί να έχω κατά τ' άλλα ξεχάσει και να μην τις νοσταλγώ καν, αλλά υπάρχουν αυτές οι "φωτογραφίες" που δεν ξεθωριάζουν μέσα στο χρόνο. Θυμάμαι τον αδελφό μου και τον Δ. να φτιάχνουν όπλα από αφροξυλιά το καλοκαίρι στο χωριό και να στήνουν στρατόπεδα με τούβλα ώρες ολόκληρες για δέκα λεπτά μάχης και εγώ να είμαι η νοσοκόμα, που γιάτρευα τα πάντα απλώνοντας στις φανταστικές πληγές λιωμένα πτι μπερ παππαδοπούλου. Θυμάμαι να ανακατεύουμε κάθε είδους πετρελαιοπαράγωγα, οινόπνευμα, σαμπουάν, τσουκνίδες, αγριόχορτα, κόκα κόλα και να φτιάχνουμε μαγικά φίλτρα στις αυλές μας. Θυμάμαι τα Χριστούγεννα εκείνα που χτύπησε το κουδούνι και δεν ήταν κανείς και σε κάθε σκαλοπάτι των τριών ορόφων της πολυκατοικίας μας στεκόταν κι από ένας "ευχούλης". Θυμάμαι που θάψαμε την Έλσα (το κόκερ σπάνιελ της γιαγιάς μου) 28 Οκτωβρίου και στην έκθεση "Τι κάνατε την 28η Οκτωβρίου" περιέγραψα ακριβώς την ταφή στην Πάρνηθα. "Εκτός θέματος." Σοβαρά; Θυμάμαι κάτι επισκέψεις σε λούνα παρκ με τους συμμαθητές του γυμνασίου, που αργότερα έγιναν και οι συμμαθητές λυκείου. Θυμάμαι τη μέρα που γνώρισα τον κολλητό μου στο λύκειο (είχε μπει στην τάξη φορώντας γουόκμαν, τον ρώτησα τι ακούει, μου έδωσε το ένα ακουστικό, κι αυτό ήταν όλο). Θυμάμαι την τριήμερη της δευτέρας γυμνασίου και την τριήμερη της δευτέρας λυκείου, οπότε και είχα περάσει τόσο απίθανα και τόσο απαίσια αντίστοιχα. Θυμάμαι να δίνω εξετάσεις: στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στο Γκαίτε, σε σχολεία άλλων περιοχών για τα Αγγλικά, ξανά εξετάσεις, ξανά τεστ στο φροντιστήριο, ξανά εξετάσεις.. Μια διαρκής αγωνία, ένα άγχος που δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να το ξαναπεράσω. Ίσως γι' αυτό σε βάζουν να τα κάνεις μικρός αυτά, όταν ακόμα αντέχεις. Θυμάμαι το μπαμπά να μου δείχνει περήφανος φωτογραφίες μου από τις επιδείξεις του μπαλέτου, μόνο που δεν ήμουν εγώ, ήταν η Φανή, που ήμασταν σα δυο σταγόνες νερό, και κανείς δεν με πίστευε, αλλά εγώ ήξερα ότι δεν ήμουν εγώ. Θυμάμαι που πίστευα ότι τα μικρά παπαγαλάκια μας ήταν μεγάλοι παπαγάλοι, από αυτούς που μιλάνε. Θυμάμαι να χτυπάω μια πόρτα άγριο χάραμα με ένα ξυπνητήρι-πάπια αγκαλιά και λίγες ώρες μετά να μετανιώνω. Θυμάμαι ένα μπουγέλο σε μια ταράτσα, μετά από πολλά ρακόμελα και ένα παρ' ολίγον χαμένο τρένο. Θυμάμαι μια τσάντα γεμάτη αχλάδια, μελανιές στα γόνατα κι ένα παρ' ολίγον χαμένο πλοίο. Θυμάμαι ξένους συγγενείς και προσπάθεια να φυγαδεύσω τον εαυτό μου από ένα άλλοτε τόσο οικείο σαλόνι, πνίγοντας τα δάκρυά μου. Θυμάμαι μπουρμπουλήθρες. Θυμάμαι τον αέρα στις ταράτσες του Γκαουντί στη Βαρκελώνη. Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα τον Τάσο Μπίρη να μιλάει. Θυμάμαι μερικές πολύ δύσκολες Κυριακές μετά από μερικά Σάββατα γεμάτα ανούσιες κραιπάλες. Θυμάμαι ένα σπίτι δίπλα σε ένα ποτάμι με ένα τηλεσκόπιο στο παράθυρο. Θυμάμαι ύπνους με ανάσες να μυρίζουν αλκοόλ, δίπλα στην Α., και τον καφέ το πρωί που τα διόρθωνε σχεδόν όλα. Θυμάμαι πάρα πολλά πράγματα από τη σχολή, που δεν θέλω να τα θυμάμαι. Πολύ κόπο, πολύ αγωνία, πολλά άγχη, πολλές απογοητεύσεις, πολλές στιγμές που εμείς νομίζαμε για "νίκες" και στην πραγματική ζωή είναι.. τίποτα. Θυμάμαι την παγωμένη θάλασσα στο Ελσίνκι και την βόλτα με το παγοθραυστικό και το χάσιμό μας με την Α. στο χιονισμένο κάστρο. Θυμάμαι τη φράση "είμαι ένα κουνούπι που κάνει σεεεεεεερφφφ". Θυμάμαι δυο ινδικά χοιρίδια να αρχίζουν να κάνουν αυτούς τους ήχους, σαν φλιπεράκι, όποτε άνοιγε το ψυγείο. Θυμάμαι μια πολύ αμήχανη μέρα σε ένα καφέ που έφτιαχνε υπέροχη μηλόπιτα σε ένα στενό στην Κηφισιά, μετά από πολλές όμορφες μέρες που είχα περάσει εκεί. Θυμάμαι τη στιγμή που έμαθα ότι ο αδελφός μου πέρασε στη σχολή που ήθελε. Θυμάμαι πολλά πρωινά στο σταθμό Λαρίσης, πολλά πρωινά στον σιδηροδρομικό σταθμό της Ξάνθης. Θυμάμαι φιλόξενα σπίτια στη Θεσσαλονίκη και κρέπες στο Valentino's με διάφορες παρέες, οι κρέπες όμως πάντα απίθανες. Θυμάμαι να περνάω ώρες ακούγοντας μία κιθάρα και χαζεύοντας πότε πότε σκόρπιες παρτιτούρες στο πάτωμα, έχοντας στα γόνατά μου ακουμπισμένο ένα βιβλίο, στα 16, στα 19, στα 24. Θυμάμαι κάτι απίστευες κραιπάλες στο σούπερ μάρκετ και μαγείρεμα τριών φαγητών που τελικά αργά ή γρήγορα εξολοθρεύονταν. Θυμάμαι διάβασμα παρέα, άλλα ο ένας, άλλα ο άλλος σε μια απίθανη ησυχία. Θυμάμαι κουβέντες μεταμεσονύκτιες μέχρι το ξημέρωμα. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ σε εκείνο το παλιό σπίτι με την πέτρινη τουαλέτα χτισμένη έξω στην αυλή. Θυμάμαι αποχωρισμούς με κλάματα, γιατί περάσαμε τόσο ωραία και πότε θα τα ξαναπούμε, αποχωρισμούς με κλάματα γιατί περάσαμε ωραία, αλλά δεν θα τα ξαναπούμε, αποχωρισμούς αμήχανους, γιατί κάποιος πέρασε ωραία, κάποιος όχι. Σε σταθμούς, σε αυλόπορτες, σε εισόδους πολυκατοικιών Θυμάμαι πρώτες γνωριμίες. Πάντα θυμάμαι τις πρώτες γνωριμίες. Με τον Γ., στην πλατεία Εξαρχείων, με τις Σ. και Κ. στη σχολή, με τον Ν. έξω απ' το Ντίλι, και λοιπά και λοιπά..Θυμάμαι μια καρφίτσα που δεν φόρεσα ποτέ, παρ' ότι είναι τόσο όμορφη. Θυμάμαι το φουσκωτό δελφίνι που μου χάρισε η Α. στο πρώτο έτος. Θυμάμαι τη Σαμοθράκη, την Κύμη, την Άνδρο, τα Χανιά, την Αλεξανδρούπολη, την Πρέβεζα. Θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια στο σπίτι μου στην Ξάνθη και σε άλλα δυο σπίτια στην Ξάνθη. Κανένα από τα τρία δεν υπάρχει πια. Δηλαδή το κτίριο ναι. Το σπίτι όχι. Θυμάμαι να πετάω χαρτομάντηλα στην Α. από τον όροφο, στο πίσω μέρος της σχολής, για να κλάψει ανενόχλητη. Θυμάμαι την Α. να με σκεπάζει στον καναπέ της, για να μην κλαίω σπίτι μόνη μου. Θυμάμαι διάβασμα Κυριακάτικων εφημερίδων στο Ντίλι. Θυμάμαι διάβασμα βιβλίων με τον Ξάδελφο στο Νόστο, πολύ πριν ανοίξει το Ντίλι. Θυμάμαι ομηρικούς καυγάδες με τη μαμά στην Ξάνθη, με θέμα το καθάρισμα του σπιτιού. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα να μαγειρέψω για αγόρι, που κόλλησα τα μακαρόνια σε αντικολλητική κατσαρόλα. Θυμάμαι που αποφάσισα ξαφνικά στα 23 μέσα σε ένα χρόνο, να δοκιμάσω να μαγειρέψω και να φάω μελιτζάνες, σαλιγκάρια και ορτύκια. Τα δύο πρώτα τα λάτρεψα. Το τρίτο όχι, αλλά ίσως επειδή τα είχα καθαρίσει (σημ.: ξεκοιλιάσει) με τα ίδια μου τα χέρια.

(Πάντως με τόσα που θυμάμαι, εδώ που τα λέμε, δεν το βλέπω να το παθαίνω το αλτσχάιμερ τελικά, και αδίκως σπαταλώ το χρόνο σας)

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Μια αλλαγή σχεδίου με οδήγησε από τον "Κυνόδοντα" στο Ιντεάλ στην Τεχνόπολη για το Τζαζ φέστιβαλ, όπου και συγχρονίστηκα με τον Κ.Τ., πράγμα που αργά ή γρήγορα θα γινόταν και παρ' ότι ήθελα όσο και φοβόμουν αυτή τη συνάντηση, τελικά όταν είσαι τυχερός άνθρωπος και οι καλές διαθέσεις συμπίπτουν δεν υπάρχουν περιθώρια "αποτυχίας".
Γρασίδι, μπύρα, ακόμα το καινούριο σακάκι, μια μπλε μπλούζα με κουμπάκια, ένα καρό κολάν, η Σ., που επέστρεψε από τη Λάρισα, ένας απολαυστικός καφές με την Κ. στην Ολυμπίου, ένα παγωτό ξυλάκι, σχέδια για τη συναυλία της Πλάτωνος στην Επίδαυρο, αυτό το τραγούδι στο ριπίτ (γιατί είναι ό,τι πιο ωμό και ταυτόχρονα ευαίσθητο έχω ακούσει εδώ και καιρό), σχέδια για τη συναυλία Ψαραντώνη-Αγγελάκα στο Ηρώδειο και λοιπά και λοιπά.......

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Σήμερα συνέβησαν διάφορα. Τίποτα συνταρακτικό, παρ' όλα αυτά θα τα γράψω, διότι προφανέστατα είμαι εθισμένη σε αυτή την ανούσια καταγραφή. Όμως θέλω να ξεκινήσω από ένα κομμάτι που αν έβαζα τίτλους στα ποστ μου, θα λεγόταν "Επτά Ευρωπαϊκά Λεπτά".
Κάπως τα έφερε η ζωή και βρέθηκα να πρέπει να πάω από το Παγκράτι στο σπίτι μου. Περπάτησα με τον Σ. ως τον Ευαγγελισμό, ο οποίος (σήμερα το έμαθα) έχει μια έξοδο σε ένα πάρκο (μιλάω για το μετρό και όχι για το νοσοκομείο). Φτάνοντας στην αποβάθρα μας, διαπιστώσαμε ότι το επόμενο μετρό θα ερχόταν σε επτά λεπτά. Καθίσαμε αναπαυτικά στις μπλε καρέκλες και αποφασίσαμε ότι μας αρέσουν όλα: η απροσδιόριστη κλασσική μουσική που ακουγόταν και ήταν σαν άνοιξη στη Βιέννη, τα ψυχρά, πλην όμως γυαλιστερά εκρού-μπεζ μάρμαρα στους τοίχους, το ρολόι της απέναντι αποβάθρας με τα πράσινα και κόκκινα μικρά λεντάκια στην περιφέρειά του, η ησυχία, η απουσία του πλήθους. Ήταν όλα πολύ ευρωπαϊκά. ως εκτούτου, ψυχρά και μουντά. Αλλά ωραία. Ο Σ. έκανε όμορφες σκέψεις σχετικά με το τι ωραία που θα ήταν να περνούσαν από την αποβάθρα μας τρένα που θα μας έβγαζαν σε τρια λεπτά στο Παρίσι ή στο Λονδίνο, συμφωνούσα χαμογελαστή και γενικώς περνούσαμε πάρα πολύ ωραία, χωρίς λόγο, χωρίς πομπώδεις εξάρσεις ενθουσιασμού ή αλαλαγμούς χαράς. Ωραία, σεμνά και κομψά. Όπως είπε και ο Σ. όταν έφτασε το μετρό: "Ήταν ωραία αυτά τα επτά λεπτά στον Ευαγγελισμό".
Τώρα, πώς φτάσαμε ως εκεί..
Χθες κοιμήθηκα κατά τις 3.30, παρ' ότι κάθισα σπίτι και δεν ξεμύτισα λεπτό. Ξύπνησα στις 4 παρά, ή ήταν 3.30; Κάτι πολύ ακραίο πάντως για τα δικά μου ξενέρωτα δεδομένα. Έφτιαξα έναν ζεστό νες με πολύ γάλα, πήρα στα γόνατά μου ένα πακέτο κρουασανάκια με γέμιση κρέμα μιλφέιγ και άνοιξα τον "Πανωλεθρίαμβο". Όχι πολλές ώρες μετά, με πήρε τηλέφωνο ο Α., να με ενημερώσει ότι θα πάνε για καφέ κάπου. Ήθελα. Θα με έπαιρνε "σε λίγο", να μου πει πού και πώς. Ξεκίνησα τη διαδικασία του ντουζ. Την οποία διέκοψα, για να σηκώσω το κινητό και να μάθω λεπτομέρειες Και φυσικά έκανα το κινητό λούτσα. Αδιαφόρησα παντελώς. Πήρα τηλέφωνο από το σταθερό, συνεννοήθηκα με τον Αλέξανδρο Χ. και συνέχισα να ετοιμάζομαι. Δηλαδή, άφησα το κινητό ανοιχτό, με όλα τα νερά να τρυπώνουν παντού μέσα του. Ντύθηκα, έβαλα μια φούστα να ανεμίζει, φόρεσα ανέμελη τα γυαλιά ηλίου και πήρα ταξάκι. Ο ταξιτζής πίστευε ότι ήταν τιτζέι των '80ς και ακούγαμε κάτι σαν τέκνο στη διαπασών, αφού μου ανακοίνωσε ότι δεν ξέρει ποια είναι η Πλατεία Προσκόπων, ούτε που είναι το άγαλμα του Τρούμαν. Μετά από λίγο, και ενώ ζητούσα οδηγίες από τον Αλέξανδρο, το κινητό μου πέθανε. Είχα προλάβει να ακούσω "Αερόστατο". Είχα δυο επιλογές: Να πάω στο Παγκράτι ακούγοντας τέκνο και να ελπίζω ότι τα παιδιά είναι όντως σε αυτό το "αερόστατο" και όχι "τρία στενά μετά το αερόστατο" ή "παίρνεις το λεωφορείο έξω από αερόστατο και κατεβαίνεις σε τρεις στάσεις". Ή, να γυρίσω σπίτι και να τους πάρω από το σταθερό, για να ανακοινώσω ότι δεν θα πάω. Επέλεξα το πρώτο, με μια διάθεση μεταξύ ματαιότητος και μελαγχολικής περιπλάνησης Ένα εικοσάλεπτο, μερικούς κύκλους και 8 ευρώ αργότερα ήμουν στο "Αερόστατο" και καθόμουν δίπλα στον Α., ο οποίος έπασχε από λυγκουδία, αλλά δεν την εκτόνωσε σε κανέναν μας, έχοντας δίπλα μου από την άλλη πλευρά την Δ., που παρ' ότι είναι 22 χρονών (και άρα τη μισώ για τα νιάτα της) τη συμπάθησα πολύ, απέναντί μου διαγωνίως δεξιά τον Αλέξανδρο Χ. και διαγωνίως αριστερά τον Σ. και μπροστά μου, σε μερικά εκατοστά απόσταση από το σώμα μου, έναν φραπέ μέτριο με γάλα ελαφρύ. Ο καφές ήταν καλός. Ακούστηκαν μερικά παράπονα από τον Σ., που δεν εμφανιστήκαμε μερικοί από εμάς στην τελευταία προβολή στον Ειλισσό, μερικά παράπονα από εμένα που ο Σ. έχει χάσει κάτι βραδιές όπως η προχθεσινή, μερικές αποτυχημένες εικασίες για το ποια χολυγουντιανή σταρ θα μπορούσε να παίξει τη Τζένη Καρέζη στο "Δεσποινίς Διευθυντής". Ακόμη έμαθα ότι ο Γιούνγκ είναι "Ο Μαγγελάνος του υποσυνείδητου", ότι τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου βγάζουν ωραίο φως τη στιγμή που τα απελευθερώνεις, αφότου τα έχεις κλείσει στην παλάμη σου, ότι δεν είναι ωραία να παίζεις ποδόσφαιρο με γυμνιστές, ότι ο Γούντι Άλεν έβγαλε καινούρια ταινία. Και άλλα. Επίσης έμαθα για μια ταβέρνα που φτιάχνει τέλεια σαλιγκάρια με άσπρη σάλτσα. Κάποια στιγμή αποχωρίσαμε, γιατί ο Α. έπρεπε να πάει σπίτι του να πεθάνει κόβοντας τις φλέβες του ή κάτι τέτοιο, γιατί πλέον είναι και εικαστικός και βλέπει τη ζωή με άλλο μάτι.
Και πήγαμε με τον Σ. να πάρουμε το μετρό από τον Ευαγγελισμό.
Γύρισα σπίτι και πήρα την Α., γιατί ήξερα ότι θα με έπαιρνε τηλέφωνο και είχα δίκιο. Παρ' ότι έπινε ούζα στα Πετράλωνα και περνούσε πολύ ωραία, μου αφιέρωσε όσο χρόνο έπρεπε για να μου ανακοινώσει ότι πλέον και εκείνη πιστεύει ότι είναι μάταιο να συνεχίσουμε να κάνουμε παρέα, γιατί "όλο λες ότι είναι πάντα ανοιχτό το κινητό σου, αλλά εμένα μου μίλαγε μια άγνωστη κυρία και έλεγε ότι το έχεις κλειστό. Και σε λίγους μήνες αυτή η κυρία θα μιλάει και μια άγνωστη γλώσσα και δεν θα την καταλαβαίνω!!". Κατάφερα να την πείσω (παρ' ότι δεν μπορούσα να σταματήσω τα γέλια με το κωμικοτραγικό πάθος της φωνής της) ότι αυτό δεν ισχύει και της έταξα μια συνάντηση αύριο, για να αντιμετωπίσουμε την "κρίση στην σχέση μας". Ύστερα, έκανα μια βιντεοκλίση στο Μόναχο με τους γονείς και τον αδελφό μου και διεπίστωσα πόσο πολύ τους αγαπάω όλους όταν είναι μακριά. Επίσης, στα πλαίσια του "μόνος στο σπίτι", έχω αφήσει το κουνέλι να αλωνίζει όλη μέρα και να τρώει ό,τι θέλει από τις ζαρντινιέρες Ζήτω η ελευθερία και η (κατ' επιλογήν) μοναξιά.

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Με μεγάλη μου χαρά ξεκινάω την εκατοστή ανάρτηση αυτού του ιστολογίου, η οποία θα μιλάει για ακόμη μια "ηρωική", Παρασκευιάτικη έξοδο.
Στις δέκα και μισή είχαμε ραντεβού με τον Α. στο Πανεπιστήμιο, έξοδος "Βιβλιοθήκη". Εγώ πήγα και 25. Ο Α. ήταν εκεί από τις και 12 και ο Αλέξανδρος Χαντζής από τις 20. Φαίνεται ότι ανυπομονούσαμε να ξεκινήσει αυτή η βραδιά. Εγώ είχα άλλωστε ανακοινώσει στον Α. από τηλεφώνου ότι σκόπευα να περάσω καταπληκτικά και το ίδιο ακριβώς είχα ανακοινώσει και στον εαυτό μου. Άλλωστε φορούσα το καινούριο μου σακάκι (το οποίο δεν έχω βγάλει από πάνω μου από την ώρα που το πήρα, άρα πολύ σύντομα δεν θα είναι καινούριο) και ΕΠΡΕΠΕ να περάσω καλά.
Περπατήσαμε περίπου πεντακόσιες πενήντα τέσσερις ώρες και πήγαμε στο μπαρ του Radiobubble, όπου ήπια για πρώτη φορά στη ζωή μου καηπιρίνια. Δεν με συντάραξε ιδιαίτερα αυτή η "πρώτη φορά", παρ' όλα αυτά η καηπιρίνια ήταν ωραία. Ο Αλέξανδρος Χαντζής ήπιε ένα Μεταξά τριών αστέρων και ο Α. ουίσκι σκέτο, χωρίς να πρωτοτυπήσει ούτε τη χθεσινή βραδιά στην επιλογή του. Ο Αλεξάνδρος Χαντζής είχε πολύ καλή διάθεση, πράγμα που με ανακούφισε ιδιαίτερα όταν το διεπίστωσα, διότι τις μέρες που δεν έχει καλή διάθεση τον φοβάμαι πραγματικά, γιατί είναι λες και θα πηδήξει από το μπαλκόνι ή στις ρόδες κάποιου διερχόμενου αυτοκινήτου από λεπτό σε λεπτό. Βέβαια, όπως συμβαίνει συνήθως όταν έχει καλή διάθεση, αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί μου και να αρχίσει τα στοιχήματα για το αν τελικά θα πάω μαζί τους διακοπές ή όχι, στοιχηματίζοντας πως όχι, και όταν άρχισα να παρουσιάζω κάτι μέσες λύσεις, κάτι ημίμετρα τύπου "Σαββατοκύριακο" με βαθμολόγησαν με ένα μεγαλοπρεπέστατο μηδέν. Δεν τα κατάφερε παρ' όλα αυτά να με ταράξει . Εγώ και ο Α., με δυο ποτάκια ήδη να μεταβολίζονται στο συκώτι μας, ένα σφηνάκι με φυσικό χυμό ροδάκινο και κάτι άλλο και δυο κουταλιές από μια μους πορτοκάλι από το Fresh (κερασμένα από τα παιδιά του μαγαζιού που γιόρταζαν) ήδη "πετούσαμε", όταν ήρθε ο Γ.. Ο οποίος ήπιε μια Veltins γρήγορα-γρήγορα, ώσπου να έρθει η Α., και να πάμε να φάμε πίτσα στην πλατεία Εξαρχείων. Εγώ με την Α. πήραμε ένα πράγμα που θα μπορούσε να είναι διαολεμένα νόστιμο, καθώς ήταν πίτσα με πατάτες τηγανητές. Αλλά έφαγα μια μπουκιά από την πίτσα του Αλέξανδρου Χαντζή και διεπίστωσα ότι κάναμε λάθος επιλογή. Δεν ταράχτηκα ιδιαίτερα. Ύστερα πήγαμε στους "5 δρόμους", όπου παραλίγο να πάρω κοκτέηλ καρπούζι, αλλά τα γουρλωμένα μάτια και τα τεταμένα φρύδια του Γ. με απέτρεψαν και έτσι πήρα ένα ρακόμελο, γιατί ήταν το πρώτο πράγμα που άκουσα. Η ώρα στους "5 δρόμους" πέρασε με την Α. να τεστάρει τα ψυχολογικά όρια του νέου Α. (είπαμε, ο παλιός πέθανε), και ο νέος Α. να είναι πραγματικά στο απυρόβλητο Μιλάμε για ζεν, όχι αστεία. Κανονικά θα έπρεπε να έχει πάθει είτε κατάθλιψη, είτε νευρικό κλονισμό, είτε να κάνει αντίστοιχες ερωτήσεις στην Α., αλλά δεν.. Διασκεδάσαμε λίγο ακόμη, καθώς αποφάσισα κι εγώ να επαναλάβω ότι βαρέθηκα με το δεύτερο μισό ενός άρθρου του (πράγμα που δεν είναι εντελώς αλήθεια, αλλά είχε λίγο πλάκα γιατί έπαιρνε "αυτή" του την έκφραση όποτε το ανέφερα-την λίγο, αλλά στην πραγματικότητα καθόλου, πληγωμένη). Μετά φυσικά ήρθε η σειρά μου και το αγαπημένο θέμα αυτής της παρέας, ότι σε τρεις μήνες φεύγω, τα Χριστούγεννα που θα έρθω θα είναι η καλή τους φίλη η Α. και εγώ θα είμαι και για αυτούς και για την Α. μια ξένη, θα έχω βγει από τις ζωές τους κλπ κλπ κλπ. Το οποίο χαίρομαι που έλαβε χώρα παρουσία της Α. κι έτσι καταλαβαίνει τώρα τι περνάω στ' αλήθεια. Επίσης, όταν είπα στην Α. ότι είναι καλεσμένη και αυτή σε αυτές τις περιβόητες διακοπές, είπε κι εκείνη κάτι για Σ/Κ, πράγμα που προκάλεσε κι άλλη αναταραχή. Εκεί ο Α. χρησιμοποίησε το βρώμικο όπλο: "Καλά, τον Κοσμά δεν τον σκέφτεσαι; Που θα έρθει με ένα χαμόγελο από δω μέχρι εκεί να περάσουμε όλοι καλά στις διακοπές και θα πει Πού είναι η Αλέξια;". Ο Α. είναι ψυχολόγος και νομίζει ότι αυτά τα φτηνά τερτίπια πιάνουν σε μένα. Αλλά εγώ μεγάλωσα με μάνα ψυχολόγο, κύριε. Δεν πιάνουν αυτά :Ρ
Επίσης, ο Αλέξανδρος Χαντζής μου έκανε τη χάρη να δείξει στην Α. την Καμήλα, πράγμα που με χαροποίησε και ύστερα με έκανε να αναπολήσω την πρώτη εκείνη γνωριμία μας με τον Αλέξανδρο Χαντζή, όπου η καμήλα πάλι πρωταγωνιστούσε
Μετά τα παιδιά νυστάξανε, παρ' ότι ήταν 4 και περνούσαμε πάρα πολύ καλά. Με τον Αλέξανδρο Χαντζή να βαθμολογεί τη νύστα του με 7, τον Α. με 8, τον Γ. με 0, την Α. με 1,5 και εμένα με 2, αποφασίσαμε ότι ο Γ., η Α, κι εγώ μπορούσαμε να συνεχίσουμε τη βραδιά.
Πήγαμε στις 45 μοίρες, στο Γκάζι, όπου πρέπει να καθίσαμε γύρω στη μια ώρα και μετά μας έδιωξαν χωρίς να μας αφήσουν καν να κάνουμε το τελευταίο τσιγάρο. Εκεί ανακαλύψαμε ότι ο Γ. είναι μοναχοπαίδι, πράγμα που αποτέλεσε ιδιαίτερο σοκ (γιατί όντας βασανισμένες από αδελφούς κι εγώ και η Α., μπορούμε να πειράζουμε τα μοναχοπαίδια απλώς για πάντα). Αλλά πέρα από αυτό, νομίζω ότι τον συμπαθήσαμε ακόμη λίγο χθες. Ο Κοσμάς απουσίαζε πάλι, διότι είναι στην Κύπρο με την Ε.. Ο Σ. δεν κατάλαβα γιατί ακριβώς απουσίαζε. Είπε κάτι κουταμάρες για ένα ξύπνημα στις 6 κλπ κλπ βέβαια, αλλά δεν πείστηκα για το βάρος του επιχειρήματός του.
Μετά από δυο εβδομάδες "κρίσης", χωρίς πραγματική επικοινωνία, με κάτι πάρτι και κάτι λάηβ και τα λοιπά και τα λοιπά, χθες είχαμε πάλι μια βραδιά από εκείνες τις "παλιές, καλές"

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Βρέχει (φαντάζομαι λάσπη από τη Σαχάρα, πράγμα που με διασκεδάζει ελαφρώς) και η σύνδεση χάνεται κάθε τρεις και λίγο. Δεν έχω ιδέα αν συνδέεται με τη βροχή ή όχι, αλλά εμένα έτσι μου φαίνεται. Παρ' όλα αυτά δεν θα αποθαρρυνθώ, διότι έχω πάρα πολύ καλή διάθεση και όταν έχεις τέτοιες διαθέσεις, είναι καλό να τις μοιράζεσαι. Η καλή μου διάθεση οφείλεται σε διάφορα πραγματάκια, μεταξύ των οποίων είναι:
1.Η εφεύρεση του αυτόματου ποτίσματος, την οποία έχουμε προμηθευτεί και έτσι δεν χρειάζεται να ποτίζω την ταράτσα αυτή τη βδομάδα που λείπει ο Μάστερ της Ταράτσας.
2.Ο δυόσμος, ο οποίος υπάρχει σε αφθονία στην ταράτσα και σε συνδυασμό με μια φέτα λεμόνι μετατρέπει το παγερά αδιάφορο σε 'μένα νερό, σε κάτι σχεδόν ενδιαφέρον.
3.Η γραφή του Τζούμα και στο τρίτο βιβλίο, που παραμένει ανάλαφρη, στιλάτη, σχεδόν προφορική, αλλά όχι τόσο ώστε να χάνει τη λογοτεχνικότητά της (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό).
4.Το γεγονός ότι το Bororo έφτασε στον προορισμό του, χωρίς τις περιπέτειες που πέρασαν άλλα βιβλία στο παρελθόν λόγω αποσυντονισμού ελληνοολλανδικών ταχυδρομείων
5.Η διαπίστωση ότι ένα πιάτο μπορεί να μαγειρευτεί εξ' αποστάσεως και ο σεφ με τον "εκτελεστή-δοκιμαστή" να μοιραστούν τη χαρά, που έτσι διπλασιάζεται
6.Το γεγονός ότι στις 29 θα σιγοτραγουδάω Bob Dylan με τον Bob Dylan για συνοδεία ( :Ρ) και στις 31 θα ουρλιάζω (τραγουδιστά πάντα) "Γεια σας πότες της στρογγυλής τραπέζης,
που τα σαρκία σας η μέθη κυβερνά." δίπλα-δίπλα με την Α., πρώτη γραμμή στα "χαρακώματα" του Θανάση Παπακωνσταντίνου
7. Το ζαχαρούχο γάλα, που αν το βράσεις δυο ώρες μέσα στην κονσέρβα του σε μπεν μαρί, γίνεται πηχτή καραμέλα.
8. Το γεγονός ότι και ο Γ. έχει πάθει ψύχωση με τους -δεν-λέω-ποιούς και πλέον το ενδεχόμενο να τυπώσουμε μπλουζάκι, αφού δεν το είχα μόνο εγώ σαν σκέψη, δεν μου φαίνεται τόσο μακρινό και γελοίο.
9. Στον Ταρτούφο αρέσει η Monika και ξελαρυγγιάζεται να τη συνοδεύσει στο τραγούδι (η αλήθεια είναι ότι ο Ταρτούφος είναι σατανικός, την βλέπει ανταγωνιστικά και έχει βλέψεις να την ξεπεράσει και να γελάει κοροϊδευτικά από πάνω της, παρακολουθώντας την κατρακύλα της στα τσαρτ, αλλά και την ψυχολογική. Αυτά όλα είναι δικιές μου υποθέσεις, αλλά από το αινιγματικό ύφος των πουλίσιων ματιών του και το ερμητικά κλειστό ράμφος του, όταν πρόκειται για συζήτηση, αυτό εισπράττω).
10.Το ότι η Α. διασκεδάζει ακόμη να μιλάει μαζί μου στο εμ ες εν και να λέμε βλακείες, κι ας την έχω δει την προηγούμενη μέρα, κι ας μην έχουμε κανένα ουσιαστικό νέο.

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Όσοι διαβάζετε πότε-πότε αυτό το ιστολόγιο ξέρετε ότι σπανιότατα χρησιμοποιώ ακραίους χαρακτηρισμούς ή εκφράζω ακραίες απόψεις. Σήμερα θα κάνω μια εξαίρεση. Γιατί πριν από δέκα λεπτά πήγα να πεθάνω. Να σκοτωθώ, για την ακρίβεια. Γιατί ένας Μαλάκας δεν μπορούσε να περιμένει δυο δευτερόλεπτα το φανάρι και πέρασε τρέχοντας λες και οδηγούσε το Μπατμομπίλ, με κόκκινο, στην Πατησίων. Ευτυχώς η Σ., που οδηγούσε αντέδρασε και φρέναρε ακαριαία. Γενικά δεν έχω καμία αίσθηση του κινδύνου (με την Α., μια φορά έχει κοντέψει να πατήσει το τρένο ενώ ήμασταν στο λεωφορείο της σχολής, και μια άλλη να μας τρακάρει ένας άλλος μαλάκας, κι εγώ δεν πήρα πρέφα τίποτα). Σήμερα ένιωσα κανονικά ότι μου χαρίστηκε η ζωή. Λίγο από την Σ., λίγο από τύχη. Τύχη αυτού του Μαλάκα, που τελικά δεν θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή του με τύψεις. Κρεμάλα. Τίποτα λιγότερο. Αυτά τα άτομα θέλουν κρεμάλα. Γιατί πρέπει εγώ, στα 24 μου, να σκέφτομαι αυτή τη στιγμή πώς θα ένιωθε η κολλητή μου αν έχανε δυο αγαπημένες φίλες της σε ένα βράδυ από Μαλακία; Γιατί θα πρέπει να σκέφτομαι ότι θα χτυπούσε το τηλέφωνο των γονιών μου στο Μόναχο, που έχουν πάει να δουν τον αδελφό μου, και κάποιος θα τους έλεγε "Η κόρη σας σκοτώθηκε". Γιατί θα πρέπει να σκέφτομαι ότι ποτέ δεν θα προλάβαινα να γράψω εκείνη την ιστορία που έχω στο μυαλό μου, να βγάλω εκείνες τις φωτογραφίες με αγαπημένους, να σχεδιάσω και να χτίσω το πρώτο μου σπίτι, επειδή ένας Μαλάκας δεν μπορεί να περιμένει δύο γαμημένα δευτερόλεπτα; Δεν θέλω και τα σκέφτομαι όλα αυτά. Έρχονται μόνα τους. Γιατί είδα το χάρο με τα μάτια μου κανονικά. Γιατί κανένας δεν με έχει βιάσει και μαχαιρώσει σε σκοτεινά αθηναϊκά στενά, κανένας δολοφόνος με πριόνι δεν έχει μπει προς το παρόν στο σπίτι μου, κανένας γνωστός-άγνωστος δεν με έχει βομβαρδίσει, και θα έχανα τη ζωή μου (μαζί με τη Σ., δε λέω, θα 'χα καλή παρέα στην κόλαση) για ένα Μαλάκα. Ο οποίος σταμάτησε στο επόμενο κόκκινο φανάρι. Αλλά εμείς, αντί να πάμε να του πούμε "Θα ζούσες ωραία ζωή ρε Μαλάκα αν μας σκότωνες και είχες γλιτώσει τρία δευτερόλεπτα από το φανάρι;", συνεχίσαμε το δρόμο μας. Γιατί όταν κάποιος είναι τόσο κτήνος, ώστε να φέρεται τόσο ανεύθυνα, δεν έχει αυτιά να ακούσει, δεν έχει μάτια να δει.
(εννοείται ότι η απόφασή μου να μην πάρω ποτέ δίπλωμα οδήγησης ενισχύεται ακόμη περισσότερο τώρα, καθώς, ακόμη κι αν εγώ είχα το ελάχιστο ταλέντο στην οδήγηση, πάντα θα υπάρχουν Μαλάκες, που μπορεί να σε καθαρίσουν για πλάκα)


Πέρα απ' αυτό, και πριν απ' αυτό, η μέρα κύλησε πάρα πολύ καλά. Πέρασα πρώτα από το ταχυδρομείο για να δώσω το καθιερωμένο πλέον εβδομαδιαίο παρόν και την ευκαιρία στον ταχυδρόμο να με πειράξει: "Γιατί δεν πας επιτέλους στην Ολλανδία να ησυχάσουμε; Από τόσα γράμματα, πιο φτηνά θα σου βγεί.". Αμ, θα πάω, φίλε μου!
Ήταν μια ευχάριστη μέρα στο γραφείο, η οποία έληξε όταν ήρθε το συνεργείο από το κανάλι της Βουλής για τα γυρίσματα μιας εκπομπής σχετικής με το γραφείο. Τότε έφυγα και αποφάσισα να πάω από τα Public να πάρω ένα βιβλιαράκι, να το απολαύσω στη μοναξιά του σπιτιού (λείπουν και θα λείπουν όλοι ως την επόμενη Τετάρτη). Με το που ανεβαίνω στον τρίτο όροφο, βλέπω φάτσα-κάρτα το "Πανωλεθρίαμβος" του Κωνσταντίνου Τζούμα (είμαι φανατική τζουμικιά και το περίμενα πως και πως. Αλλά να που δεν το είχα πάρει χαμπάρι πως κυκλοφόρησε και είναι ήδη στη δεύτερη έκδοσή του). Το άρπαξα και ψιλοέτρεξα (εντάξει, σίγουρα ήταν γρήγορο βάδιν) στο ταμείο. Ύστερα, και σαφώς επηρεασμένη από τις μνήμες από τους υπέροχους "τύπους" και "τύπισσες" που ο Κωνσταντάν τόσο υπέροχα περιγράφει, πήγα και πήρα ένα σακάκι σε ανδρική γραμμή, με υπέροχη φόδρα, το οποίο ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Μετά πήγα σπίτι, όπου προγραμμάτιζα να κάνω ένα τσάι και να αφιερωθώ στο βιβλίο μου, αλλά κατέληξα να αναζητώ το λάηβ της Λένας Πλάτωνος στο Παλλάς και το Exit της Monika (όχι, δεν μου πέρασε με τους Κόρε.Ύδρο., απλώς θέλω κάτι για τα διαλλείμματα) και να κάνω βιντεοκλίση με το κιτρινοκαφετσιουτσιουίζον πλάσμα της προηγούμενης ανάρτησης. Και μετά ετοιμάστηκα να βγω με την Α. και τη Σ.. Με έστησαν 25 λεπτά, φαντάζομαι επειδή ξέρουν πόσο με εκνευρίζει και τις διασκεδάζει αυτό (ψέμματα: δουλεύουν σαν τα μαύρα σκυλιά οι δόλιες. Η Σ. ήρθε κατευθείαν από το γραφείο). Και μετά γυρίσαμε τα μισά Εξάρχεια, γιατί το Αλεξανδρινό ήταν γεμάτο και τις δυο φορές που περάσαμε, και καταλήξαμε στο Circus, που εμένα δεν μου αρέσει, αλλά καθίσαμε έξω και ήταν καλά και το Mohito πάρα πολύ καλό και φθηνότερο από του Αλεξανδρινού. Ήπιαμε το ποτό μας αργά-αργά, συζητώντας για τα γραφεία μας (αυτά που δουλεύουμε δηλαδή..), τους καθηγητές μας και την πλήρη απομυθοποίηση, κάποια "χρωστούμενα", την κρίση. Ήταν συμπαθητικά, αλλά επειδή ήμουν με τα κορίτσια το καταχωρώ στην κατηγορία "πολύ καλά". Και μετά φύγαμε. Η Α. με ταξί κι εγώ με την Σ., πράγμα που μας φέρνει πάλι στην αρχή της ανάρτησης..

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Ώωωπ.. τι έγινε; Αρχίζω σιγά-σιγά να διακρίνω μια αλλαγή στις διαθέσεις (τις δικές μου εννοώ). Ένα μικρούτσικο βλασταράκι καλής διάθεσης αρχίζει να ξεπετάγεται δειλά-δειλά και πρέπει να το περιφράξω πριν το ποδοπατήσει κανείς.
Δεν έχω κανένα εξαιρετικό νέο. Πέρα από το λάηβ της Παρασκευής, πέρασα ένα πολύ εγωιστικό Σαββατοκύριακο, πράγμα που το είχα τρομερή ανάγκη. Και όταν λέω "εγωιστικό", εννοώ ότι έκανα ό,τι ακριβώς πίστευα ότι είναι καλό για την ψυχική μου υγεία. Δηλαδή, δεν πήγα ποτέ στο πάρτι του Σαββάτου (παρ' ότι έμαθα ότι ήταν πολύ ωραία, δεν το μετάνιωσα, γιατί είχα ανάγκη ύπνο και ηρεμία-αλλά χάρηκα που πέρασαν ωραία τα παιδιά). Επίσης, την Κυριακή δεν πήγα στην τελευταία προβολή του Ειλισσού, παρ' ότι πήγα στον καφέ πριν, στο Οντεόν. Αντίθετα, πήγα για καφεδάκι με την Α., στο γιασεμί, στην Πλάκα. Και ύστερα ήρθε κι ο αδελφός της. Κρυώναμε και έπασχα από "λιγκουδία" και "εκουιλίμπριουμ" ταυτόχρονα, αλλά ήταν κάπως καλά. Την Κυριακή κοιμήθηκα επίσης σχετικά νωρίς. Ακόμη, παρ' ότι απάντησα όλα τα τηλέφωνα που χτύπησαν (και ήταν πολλά και ήταν αναπάντεχα), δεν μπήκα καν στον πειρασμό να θυσιάσω τη μοναξιά μου για περιπλανήσεις που θεώρησα ότι θα ήταν μάλλον άσκοπες . Τώρα που το σκέφτομαι, είναι αρκετά πιθανό οι βασικές αρχές του καινούριου Α. να με έχουν "εμπνεύσει". Βέβαια, αυτή η εναλλαγή υπερ-κοινωνικών και υπερ-μονόχνωτων περιόδων δεν είναι κάτι νέο, απλώς είχε καιρό να συμβεί.
Πάντως, η τύχη με ευνόησε, γιατί παρ' ότι ήξερα ότι αν δεν πήγαινα στο πάρτι του Σαββάτου, δεν θα γνώριζα την Σ., φίλη του Σ., πριν γυρίσει στην Ιαπωνία, λόγω ηφαιστείου δεν πέταξε, κι έτσι την γνώρισα την Κυριακή. Πράγμα που με γλίτωσε από τύψεις, γιατί θεωρώ υπέρτατη γουρουνιά να σου λέει ένας φίλος ότι θέλει να γνωρίσεις κάποιον δικό του, κι εσύ να πετάς αυτή την ευκαιρία/τιμή.
Επίσης χάρηκα πολύ που γνώρισα το εικονιζόμενο καφεκιτρινοσφυριχτροπεταρίζον ον, με το οποίο είμαι σχεδόν σίγουρη ότι θα γίνουμε πολύ καλοί φίλοι, όταν πάω Ολλανδία.
Επιπλέον, σήμερα είχαμε στο γραφείο μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μέρα με αρκετή ένταση (στην οποία δεν πήρα μέρος), η οποία μου έδειξε ότι μάλλον κάτι είναι σωστό στον τρόπο που σκέφτομαι και λειτουργώ όσον αφορά τη συνεργασία μου και την πνευματική μου αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους. Και είναι καλό κάθε τόσο να επιβεβαιώνεται, έστω με μικρά πραγματάκια, ότι δεν έχεις χάσει το δρόμο σου ή το μέτρο.
Υ.Γ.: Μου έχει γίνει έμμονη ιδέα ότι αν είχα μια μπάντα, θα ήθελα να την λένε "Πιγκάλ" (όπως το βουρτσάκι της τουαλέτας)
Υ.Γ.2: Μου είναι παντελώς αδύνατο να σταματήσω να ακούω Κόρε.Ύδρο.. Νομίζω ότι αυτή η σχέση πάει να γίνει "σχέση ζωής"
Υ.Γ.3: Σήμερα πήρα μια Serano από το περίπτερο μπροστά από τα Public στο Σύνταγμα. Το συγκεκριμένο περίπτερο καταγγέλλω ότι έχει λιωμένες και ξαναπηγμένες Serano με αλλοιωμένη γεύση και αυτό είναι πολύ εκνευριστικό, ειδικά όταν έχεις όρεξη για Serano και είναι το πρώτο πράγμα που τρως για πρωινό. Αργότερα αποφάσισα να πάρω ένα κουλούρι, από την κυρία έξω από το σταθμό του Μεταξουργείου. Και πρέπει να πω ότι ήταν φρεσκότατο και έκανε 60 λεπτά και αναρωτιέμαι γιατί δεν τρώω κουλούρι κάθε πρωί. (Bέβαια εγώ δεν τρώω ούτε ψωμί, επομένως το ότι είχα σήμερα όρεξη για κουλούρι είναι άκρως περίεργο εδώ που τα λέμε..σταματάω.Boriiing..)
Υ.Γ.4: Σήμερα μου έδωσε ένας κύριος το εισιτήριό του. Είχα εισιτήριο από πριν, αλλά ήταν πολύ γλυκιά κίνηση, γιατί μου εξηγούσε ότι ήταν χτυπημένο πάνω-πάνω και να προσέξω, να μην το ξαναχτυπήσω και πληρώσω πρόστιμο. Οπότε μετά από όλες αυτές τις εξηγήσεις δεν μου έκανε καρδιά να του πω ότι δεν το χρειάζομαι.

Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Είμαι και πάλι ενθουσιασμένη, once again!
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι έχει φτιάξει συνολικά η διάθεσή μου, καθώς η ατμόσφαιρα γύρω ακόμη μυρίζει μπαρούτι και μάλιστα βρεγμένο. Δηλαδή, εμ μυρίζει, εμ δεν γίνεται και τίποτα και έχεις το φόβο τι θα γίνει άμα στεγνώσει. Να καπνίσεις δίπλα του, ή θα λαμπαδιάσουμε;
Τέλος πάντων, πίσω στον ενθουσιασμό. Χάρη στον Γ., πήγα χθες στους Κόρε Ύδρο, στο Gagarin. Ήταν και μια φίλη του και δυο φίλοι του. Όταν ξεκίνησε το λάηβ, έπαιξαν πρώτα καμιά ώρα οι Electric Litany. Υποθέτω ότι ήταν καλοί σαν μουσικοί. Και αυτό το υποθέτω απλώς επειδή δεν ξέρω να παίζω ούτε τριγωνάκι για τα κάλαντα και κάπως πρέπει να εξηγήσω το γιατί είχαν τόσο ύφος, ενώ παίζανε δέκα τραγούδια ολόιδια μεταξύ τους και ο κόσμος χασμουριώταν. Εγώ κουνιόμουν ελάχιστα, γιατί έχω ορθοστατική υπόταση και φοβόμουν μη λιποθυμήσω Είπαν και πέντε τσιτάτα για μπάτσους και χρυσαυγίτες και ευτυχώς κάποια στιγμή κατέβηκαν από τη σκηνή. Εγώ στο μεταξύ είχα βεβαιωθεί ότι η βραδιά θα πάει απαίσια, γιατί έτσι κι αλλιώς είχα βγει με το ζόρι για να φτιάξει η διάθεσή μου και πλέον περίμενα απλώς την καταστροφή..
Τους Κόρε Ύδρο τους άκουσα πριν από δυο χρόνια. Τέλη Ιουνίου του 2008. Με πολλή προσοχή, γιατί κάποιος κάποτε είχε πει ότι αυτή η μουσική είναι πολύ Αλέξια (that's me). στην πρώτη ακρόαση μου φάνηκαν υπερβολικά μελοδραματικοί. Στη δεύτερη τους είχα λατρέψει. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το καλοκαίρι του 2008 να ακούω το "Φτηνή ποπ για την ελίτ" στο ριπίτ, μαζεύοντας ήλιο στα βραχάκια, σε ένα κάμπινγκ στην Αρκαδία και να είμαι σχεδόν ευτυχισμένη. Ή μπορεί και να ήμουν εντελώς ευτυχισμένη τότε. Και ύστερα, τη δύσκολη χρονιά που ακολούθησε, να ακούω Κόρε Ύδρο κάνοντας διπλωματική, συνήθως χαράματα 2-3 η ώρα τη νύχτα, που οι αντιστάσεις των γύρω ήταν πεσμένες και δεν μπορούσαν να αντιδράσουν σε ό,τι περίεργο κι αν έβγαινε από το media player μου. Και ύστερα, άνοιξη-καλοκαίρι 2009, σε κάτι ταξίδια με τρένο στην Αλεξανδρούπολη-Ξάνθη, κάτι βάρβαρες πρωινές ώρες, μετά από ξενύχτια, κι ενώ με περίμενε πάλι η διπλωματική.
Γενικά, έχουν υπάρξει για μένα σάουντρακ πολλών έντονων στιγμών. Πιο συγκεκριμένα, στιγμών χωρίς ιδιαίτερη εξωτερική ένταση, αλλά με πολλή εσωτερική συναισθηματική ένταση. Είτε αυτό ήταν πάθος, είτε απογοήτευση και μελαγχολία, είτε αναμονή, είτε μια τέλεια γαλήνη. Τόσο τέλεια, που καταλήγει κι αυτή να είναι έντονη.
Επομένως, οι προσδοκίες μου ήταν από τη μια μεγάλες, από την άλλη, μετά τα λάηβ του Μάλαμα (καλοκαίρι), των Χειμερινών Κολυμβητών (χειμώνας), του Αγγελάκα (χειμώνας), πού ήταν υπέροχα, αλλά εγώ δεν ένιωσα τίποτα να μου σφίγγει το στομάχι, δεν περίμενα και πολλά πράγματα, με την έννοια ότι δεν περίμενα να παθιαστώ, όπως παθιαζόμουν μικρή.
Και τότε εμφανίστηκαν οι Κόρε Ύδρο στη σκηνή. Ο Παντελής Δημητριάδης φορούσε καμπαρντίνα και πουκάμισο. στη μέση του πρώτου τραγουδιού πέταξε την καμπαρντίνα. Στο τέλος, το πουκάμισο. Γέλασα, προσπαθώντας να αποφασίσω αν κάνει πλάκα, αν αυτοσαρκάζεται, αν το εννοεί. Κατέληξα ότι πρόκειται για ένα κράμα όλων αυτών. Τραγουδούσε ξυπόλυτος και ημίγυμνος σε όλη σχεδόν τη συναυλία (μόνο που κάποια στιγμή έβαλε μια μπλούζα με ένα σλόγκαν για τη μέρα ψυχικής υγείας-την οποία πέταξε μετά από λίγο επίσης στο κοινό), έκανε τρία stage diving και έσπασε μια ηλεκτρική κιθάρα. Η τάση του για ξεγύμνωμα υφίσταται ήδη στην εφηβεία, όπως μπορείτε να επιβεβαιώσετε εδώ , και δεν ξέρω πότε πρωτοεμφανίστηκε .
Η φωνή του ήταν όπως στο δίσκο, η μουσική και οι μουσικοί καταπληκτικοί, οι εικόνες που προβάλλονταν στον τοίχο ασπρόμαυρες και απίθανες.
Μετά το δεύτερο τραγούδι παράτησα στο Γ. σύξυλο με τους δυο φίλους του (εντάξει, τον ρώτησα πρώτα αν πειράζει) και με τη χαρακτηριστική άνεση που μου δίνει το extra small μέγεθός μου, βρέθηκα από την τελευταία, στην πρώτη γραμμή. Και τότε το ένιωσα πάλι! "Αυτό". Το πάθος. Επανήλθε. Όχι όπως στα 15. Ποτέ δεν θα είναι όπως στα 15. Αλλά ήταν Το Πάθος στα 25 σε όλο του το μεγαλείο.
Έπαιξαν δύο ώρες και κάτι, με αμείωτη ένταση. Το κοινό ήταν αγόρια και κορίτσια 25 με 35. Πολύ μουστάκι, πολλή τιράντα, πολύ πουά, πολύ καρό, πολύ κόκκινο κραγιόν, πολλή φράντζα στο πρόσωπο. Γνώστες των στίχων, με ενθουσιώδη ηρεμία, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Όλοι "χόρευαν", κανείς δεν σκούνταγε το διπλανό. Ο εξαερισμός του Gagarin ανύπαρκτος, τα ποτά πετρέλαιο σκέτο (ήπια ένα, κι αυτό αραιωμένο με νερό και πάλι είχα μια μικρή ανησυχία για το πως θα είναι το στομάχι μου σήμερα-καλά είναι).
Συνολικά, αυτό το λάηβ παίρνει 10/10 και όλο χάρη στους Κόρε Ύδρο. Ούτε στο σαπόρτ, ούτε στον συναυλιακό χώρο. Αλλά αν ξανάπαιζαν εκεί, με το ίδιο σαπόρτ, θα πήγαινα άλλες 5349820954068 φορές.
Μπορείτε να πάρετε μια ιδέα από χθες εδώ, εδώ και εδώ και εδώ και ελπίζω να ανεβάσουν κι άλλα βίντεο, να χω να βλέπω να χαίρομαι. Επίσης, αξίζει να μπείτε στο σάητ τους, το οποίο και καλοστημένο είναι και γεμάτο αυτοσαρκασμό και γέλιο.
Τώρα θα προσπαθήσω να σταματήσω να μιλάω για τους Κόρε Ύδρο.
(τρία λεπτά αυτοσυγκέντρωση)
Μετά το λάηβ των -δε-λεω-ποιών- πήγα από το Bios, όπου ήταν ο Α., ο Χ., η Ε., ο Γ., ο Σ, και η Σ. και η Σ.. Όταν έφτασα εγώ ήταν μόνο ο Γ., ο Α., η Ε., η Σ.. Οι άλλοι είχαν φύγει, γιατί το λάηβ των-δε-λέω-ποιών τελείωσε αργά. Γκρινιάζανε όλοι για την απαίσια διάθεση αυτής της εβδομάδας, μετά έπιασε βροχή και μετά φύγαμε. Αποτυχία. Αλλά δεν πειράζει. Σήμερα έχει πάρτι ο Γ., φίλος του Σ. και θα πιεστούμε να περάσουμε καλά.

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Ας πούμε ότι αυτή η εβδομάδα ΔΕΝ είναι μια καλή εβδομάδα γενικά. Ας το πάρουμε απόφαση και ας περιμένουμε καρτερικά να δούμε αν η απαισιότητά της θα τελειώσει την Παρασκευή ή θα κρατήσει ως την Κυριακή.. Η Α. είναι σε κακά -ψυχολογικά- χάλια, τον έναν Α. τον άφησα το Σάββατο με κατάθλιψη, ο άλλος Α. πιέζεται φανταστικά πολύ από το χρόνο και τη δουλειά και τους δυο του εαυτούς, σε μένα προχθές αποδόθηκε ένας χαρακτηρισμός που με έριξε από τα σύννεφα (και ως γνωστόν δεν πρέπει να κάθεσαι στα σύννεφα, διότι είναι ατμός) και μου χάλασε τη διάθεση, που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν στα καλύτερά της.
Παρ' όλα αυτά θα το πολεμήσω το θέμα. Ίσως πάω στους Κόρε Ύδρο (από το "κορεσμένοι υδρογονάνθρακες") αύριο με τον Γ.. Βέβαια, οι Κόρε Ύδρο δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε "ανεβαστικοί", αλλά μου αρέσουν πολύ και θα ήθελα να τους δω λάηβ. Το Σάββατο είμαι καλεσμένη σε ένα πάρτι. Μια πρόσκληση πολύ αναπάντεχη, μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς πρόκειται για έναν φίλο φίλου, που τον έχω δει πολύ λίγες φορές κι όμως με τίμησε με αυτή την πρόσκληση. Είναι ωραίο να συναντάς ανοιχτούς ανθρώπους.
Αυτό που με προβληματίζει είναι ότι με αυτό το πρόγραμμα δεν βλέπω ούτε Παρασκευή ούτε Σάββατο ΕμΤζι και κάτι δεν μου κάθεται καλά..
Το άλλο γεγονός που προκάλεσε κύματα δυστυχίας στην παρέα, είναι ότι η μαμά της Α. της πήρε μια βουκαμβίλια, και όταν τη μεταφύτευσε προφανώς έκοψε καταλάθος τις ρίζες και το λουλούδι μαράζωσε πολύ πιο γρήγορα από την Α..
Επίσης, σήμερα, γυρνώντας στο σπίτι από μια οικογενειακή επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ (η Γερμανίδα γιαγιά μου ήθελε να την πάμε στα Aldi, να δει αν έχουν γερμανικά αλλαντικά, γαμώ το στανιό.. δε θέλω να μιλήσω άλλο γι΄αυτό), βρήκαμε το χελωνάκι στη σκάλα. Το χελωνάκι είναι ένα από τα χελωνάκια της λίμνης στην ταράτσα. Δηλαδή έπεσε από τον τέταρτο στη σκάλα της εισόδου. Το βρήκαμε νεκρό, με το κεφάλι ματωμένο από την πτώση. Δεν ξέρω αν φταίει το ότι δεν είμαι ιδιαίτερα καλά τελευταία, ούτε εγώ ούτε οι γύρω μου, αλλά ένιωσα λες και έβλεπα νεκρό άνθρωπο. Και επίσης μου έχει γίνει έμμονη ιδέα ότι το χελωνάκι αυτοκτόνησε. Και μια νεκρή βουκαμβίλια και ένα νεκρό χελωνάκι σε μια βδομάδα δεν μου φαίνονται πολύ καλός οιωνός.
Επιπλέον, για κάποιο λόγο συρρικνώνομαι Όχι, δεν έχω ανορεξία. Όχι, ούτε θυροειδή έχω. Μάλλον συρρικνώνομαι από τα νεύρα.
Θυμάμαι που έχω υπάρξει από τη φύση μου αισιόδοξη. Απλώς δεν θυμάμαι πριν πόσο καιρό ήταν αυτό.

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

In Athene is het zomer. Ze gingen door kakkerlakken.

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

turritopsis nutricula
Η αθάνατη μέδουσα. Αυτό το είδος μέδουσας έχει τη δυνατότητα, αφότου γίνει σεξουαλικά ώριμο, να περάσει πάλι στο στάδιο πριν τη σεξουαλική ωρίμανση (οπότε αρχίζει ουσιαστικά και η φθορά του) και έτσι αναγεννάται. Θεωρητικά αυτό μπορεί να γίνεται για πάντα. Όμως πρακτικά έχει τόσους εχθρούς στη φύση, που δε νομίζω να υπάρχει κανένα τέτοιο πλασματάκι χιλιάδων ετών.
Τις τελευταίες μέρες βρίσκω τις μέδουσες συνέχεια μπροστά μου. Πάντα με γοήτευε ο κυματισμός των πλοκαμιών τους, η ηρεμία τους, αυτή η αίσθηση που δίνουν, ότι πάντα παίζει κάποια απόκοσμη κλασσική μουσική στο φόντο, όταν κολυμπάνε. Όμως το είχα ξεχάσει. Το θυμήθηκα όταν η Κουμίκο, η ηρωίδα του Κουρδιστού Πουλιού, του Μουρακάμι, αποκάλυψε την αδυναμία της στις μέδουσες. Το θυμήθηκα και γεννήθηκε τόσο έντονη μέσα μου η ανάγκη να τις δω, που κουβάλησα τον Ν. στο ενυδρείο της Χάγης. Δεν είχα καμία απολύτως ένδειξη ότι υπάρχει ενυδρείο κάπου κοντά στο Ντέλφτ, ούτε φυσικά ότι θα έχει μέδουσες. Όμως από την άλλη είχα μέσα μου τη βεβαιότητα ότι θα τις έβλεπα, απλώς γιατί είχε έρθει η ώρα να τις δω. Και πράγματι, υπήρχε μια μικρή γυαλίτσα με μερικές μικρούλες, αλλά πάντα μαγευτικές υπόλευκες, σχεδόν διάφανες μέδουσες. Θα μπορούσα να τις κοιτάζω για ώρες, αλλά λίγο πιο δίπλα ήταν τα ενυδρεία με το άλλο αγαπημένο μου ζώο (το οποίο έχει επίσης την καρδιά στο κεφάλι του), τους ιππόκαμπους.
Και σήμερα έμαθα εντελώς τυχαία για την turritopsis nutricula. Και πραγματικά, πιστεύω ότι αν υπάρχει Θεός, θα πρέπει να είναι μια τεράστια, ημιδιάφανη μέδουσα με ήρεμα πλοκάμια, που θα φέγγει στο αβυσσαλέο βάθος κάποιας μαύρης τρύπας και θα τρέφεται φιλτράρωντας το πλαγκτόν των χαμένων ψυχών.
_______________________________________________

Δευτέρα σήμερα και μισώ τις Δευτέρες, όπως όλος ο κόσμος. Πόσο μάλλον που θα πήγαινα στο γραφείο μετά από ένα δεκαπενθήμερο διακοπών. Ήθελα πραγματικά να σκοτωθώ. Να πάρει η μαμά μου στο σχολείο και να πει ότι είμαι άρρωστη. Αλλά η μαμά μου με είχε παρατήσει και είχε πάει τριήμερο με τον μπαμπά μου, με τον οποίο ζει τον έρωτα. Και έτσι σηκώθηκα, έκανα ντουζ και πήγα στο γραφείο. Στο δρόμο με χτύπησε ο ήλιος και η διάθεση μου έγινε κάτι λιγότερο από αυτοκτονική. Όταν έφτασα στο γραφείο, τα παιδιά με αγκάλιασαν λες και είχαν να με δουν πέντε χιλιάδες χρόνια και κάπως συγκινήθηκα. Έφτιαξα και ένα φραπέ και η μέρα άρχισε να γίνεται υποφερτή. Ύστερα μάθαμε ότι τελικά δεν θα κάνουμε τον διαγωνισμό της Ταϊβάν, διότι θέλει άπειρα λεφτά για να στείλουμε τα πανέλα στην Ταϊβάν και αποκλείεται να κερδίσουμε και έχουμε πολύ λίγο χρόνο, οπότε προς τι ο πανικός; Εμένα αυτό μου έκατσε κουτί, διότι τώρα δεν θα πιέζομαι ιδιαίτερα στο γραφείο και θα μπορώ γυρίζοντας να επιδίδομαι σε ακατάσχετη βιβλιοφαγία (χθες έφαγα το Bororo του Λένου Χρηστίδη, και το λέω: Τον αγαπώ) και μαθήματα Ολλανδικών εναλλάξ. Επίσης, αρχές Ιούνη θα σταματήσω τη δουλειά, για να έχω χρόνο να κάνω update στο portfolio μου, πριν φύγω στα ξένα, να πάω εκεί μια κυρία. Το Ντελφ οργανώνει 1-15 Ιούλη ένα ον λάην "εργαστήριο", όπου θα πρέπει να είμαι ον λάην τρεις ώρες τη μέρα και να κάνω εργασίες με άτομα που δεν γνωρίζω, αλλά θα γνωρίσω τον Αύγουστο. Αυτό όλο ακούγεται πολύ σουρεαλιστικό, γι' αυτό και έχω όρεξη να το κάνω και δήλωσα συμμετοχή. Θα δείξει αν θα με δεχτούνε. Αν όχι, δεν θα το πάρω κατάκαρδα.
Επίσης, τα παιδιά από το γραφείο μου έφεραν από το Λονδίνο την πιο υπέροχη μικρή τυρκουάζ τσάντα του Σύμπαντος, την οποία ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα και σκοπεύω να κοιμάμαι μαζί της και το βράδυ, και μια σουρεαλιστική κάρτα με ένα κουνέλι, το οποίο έχει έξτρα σετ μάτια και στόμα, που μπορεί να τα κόψεις και να του τα κολλήσεις, για να αλλάξει διάθεση.
Μετά το γραφείο πήγα για έναν καφέ με τον Γ. και μετά ήρθε και η Σ. για μια γρήγορη μπύρα, μισή-μισή. Ήταν ωραία. Και ακόμη πιο ωραία ήταν που ο Γ. μου έστειλε μια λίστα με βιβλία που θεωρεί ότι πρέπει να διαβάσω. Τρελαίνομαι να μου κάνουν άνθρωποι που εκτιμώ τέτοιες λίστες :)
Εν ολίγοις, για Δευτέρα, δεν ήταν πάρα πολύ χάλια.

Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Χθες: απραξία, ακινησία, ύπνος, τηλέφωνα με Σ. και Α. για να διαπιστώσουμε πόσοι επιβίωσαν από το πάρτι, το σπίτι της Σ. δεν επιβίωσε, Εμ Τζι με Α., Α., Γ., Χ., Κάηζερ στην πλατεία, πατάτες τηγανητές με την Κάηζερ, αποχώρηση του Α., αποχώρηση του Χ., άφιξη της Μαιρούλας με απίθανες γόβες, απίθανα μαλλιά, απίθανο φορεματάκι, δεύτερη μπύρα με τη Μαιρούλα τον Γ. και τον Α. (τον καινούριο Α. Ο παλιός Α. πέθανε), αποχώρηση των Α. και Γ., δεύτερος γύρος Εμ Τζι για μένα και τη Μαιρούλα, ξενύχτια χωρίς κανένα λόγο. Απορούμε όλοι γιατί και πως αλλά καταλήξαμε ότι, όπως είπε κι ο Γ. πολύ εύστοχα "έχουμε μαζευτεί όλες οι μεταβατικές περίοδοι μαζί", οπότε μάλλον φταίει αυτό. Γιατί για να πούμε "μπλέημ ιτ ον μαη γιουθ" δεν μας πολυπαίρνει. Και ύστερα κουβέντα, ώσπου να ξυπνήσει το παλιοκανάρινο και να αρχίσει να κελαηδάει με όλη του τη δύναμη. Ύπνος στις επτά, ξύπνημα στις δώδεκα, για να τιμήσω το κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο του παππού (δεν υπάρχει καλύτερο στον κόσμο). Σήμερα λέω να κάνω το πρώτο μου μάθημα Ολλανδικών. Ίσως, αλλά λιγάκι αργότερα.
(Κοσμά, λυπάμαι που δεν είσαι πλέον ο μοναδικός με το προνόμιο να αναφέρεσαι ολογράφως, αλλά αν ήξερες τη Μαιρούλα, απλώς δεν γίνεται να της αρνηθείς τίποτα)

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Εντάξει, μάλλον το να μην αλλάζεις ποτό μέσα στη βραδιά δεν ωφελεί και πολύ όταν πίνεις δεκαπέντε από αυτά. Αλλά έπρεπε. Διότι γιορτάσαμε τα γενέθλια της Σ.. Της οποίας το αυτοκίνητο έμεινε από μπαταρία και έφτασε με κάνα εικοσάλεπτο καθυστέρηση στο ίδιο της το πάρτι. Ή είσαι τυχερός ή δεν είσαι. (Δεν είναι).
Το πάρτι αυτό ήταν αφορμή να γίνει η αναξιοποίητη βεράντα της απλώς φανταστική. Ήταν το πιο πετυχημένο πάρτι που έχω πάει ποτέ. Παρ' ότι πήγα με τρομερό πονοκέφαλο και το αυτί μου ακόμη βουλωμένο από το αεροπλάνο, πέρασα πάρα πολύ καλά. Νομίζω όλοι περάσαμε πάρα πολύ καλά. Η Σ. μας είχε παροτρύνει να φέρουμε όποιον θέλουμε και έτσι προέκυψε ένα καλώς εννοούμενο χάος. Πάρα πολύς κόσμος από Ξάνθη (πάάάάρα πολύς), φίλοι της Σ. από Λάρισα, φίλοι φίλων και όλη η δικιά μου παρέα, η οποία ήρθε μάλιστα από νωρίς, ο Σ. με τη μαμά του και την καλή του, που εκτός από πολύ καλός φίλος είναι και σπιτονοικοκύρης της Σ. Δεν έχω ιδέα πόσα άτομα μπορεί να ήταν στο σπίτι, αλλά ξέρω ότι τα μπουκάλια τα στραγγίξαμε και ήταν πολλά. Επίσης χορέψαμε. Νομίζω πολύ. Χοροπηδήσαμε και αρκετά με τα κορίτσια βγάζοντας τις κοριτσίστικες κραυγούλες μου, που φαντάζομαι πρέπει να είναι τόσο εκνευριστικές για τους γύρω, όσο και το γεγονός ότι πίνουμε όλες το ποτό μας με καλαμάκι και χαμογελάμε συνωμοτικά
Κάποια στιγμή κάποιος άνθρωπος σκούντηξε την Α., με αποτέλεσμα να χυθεί ποτό πάνω της. Συγχίστηκε λίγο και επειδή ήθελε συμπαράσταση σκέφτηκε να μου φτύσει το τζιν λεμονάδα της στον ώμο. Θεώρησα ότι είναι κάποιου είδους αστείο και για να δείξω ότι το αντιλαμβάνομαι της έφτυσα κι εγώ τζιν λεμονάδα στην πλάτη. Ξεπλυθήκαμε και τελείωσε. Ξέρω ότι αυτά δεν είναι καθώς πρέπει ούτε σικ, αλλά είναι η σκληρή πραγματικότητα για το ποιες είμαστε.
Επίσης πριν από την άνανδρη επίθεση της Α., είχα δεχθεί μια επίθεση από τον Α., ο οποίος θεώρησε σωστό να μου σκάσει μια δαγκωνιά στο χέρι (μια Δυνατή δαγκωνιά), απλώς επειδή βρισκόταν μπροστά του την ώρα που έτρωγε γαριδάκια. Μου είχαν πει ότι δεν είναι επικίνδυνος και δεν προκαλεί σωματικές βλάβες. Ναι, καλά. Αλλά αυτό δεν θα περάσει έτσι.
Κάποια άλλη στιγμή ήρθε ένας άνθρωπος και με ρώτησε αν έχω ένα μπλογκ που το λένε Πλάνετ Μαμπ. Χαμογέλασα φιλάρεσκα και ταυτοχρόνως αυτοσαρκαστικά και ένευσα πως "ναι", έχω. Και τότε πήρε μια πολύ περίεργη έκφραση και είπε "πωωω είναι πολύ περίεργο". Αυτός ο άνθρωπος έψαχνε κάτι για τη διπλωματική του και το γκουγκλ του εμφάνισε το παλιό μου μπλογκ. Το διάβασε όλο και από εκεί βρέθηκε εδώ. Και με γνώρισε στο πάρτι από μια φωτογραφία και ξαφνικά βρισκόμουν μπροστά του εγώ με σάρκα και οστά και η Α. και η Σ. (και που να ήξερε ότι λίγο πιο πέρα ήταν ο Α, ο Α, ο Σ., ο Γ. και πιο πέρα η Κ. και πάει λέγοντας) και μου έλεγε πόσο περίεργο είναι να βλέπει μπροστά του αυτό που διαβάζει. Και ότι με γνώριζε από κοντά ενώ ήδη ήξερε την αγωνία που είχα περάσει για το αν θα με πάρουν στην Ολλανδία, τη χαρά όταν με πήραν κλπ.. Κι εγώ ένιωσα επίσης περίεργα. Κατ' αρχάς χάρηκα πάρα πολύ που γνώρισα έναν αναγνώστη αλλά από την άλλη ένιωσα λίγο ότι η ζωή μου δεν είναι πραγματική, αλλά ότι εγώ και οι φίλοι μου είμαστε κάτι σαν ήρωες βιβλίου και δεν θα έπρεπε να εμφανιζόμαστε με σάρκα και οστά. Γιατί είναι σα να έχεις διαβάσει ένα βιβλίο και να βλέπεις μετά τη μεταφορά του στον κινηματογράφο Σχεδόν πάντα έχεις φανταστεί τους ήρωες αλλιώς, σχεδόν πάντα απογοητεύεσαι Ωραία συνάντηση πάντως, τροφή για σκέψη.
Επίσης το πάρτι είχε σελέμπριτις, λυπάμαι που δεν μπορώ να πω ποιους και πως και τι, αλλά ήταν πολύ ωραία γιατί ήταν μια αφορμή να αφήνουμε τις διάφορες παρέες μας και να βρισκόμαστε κάθε λίγο και λιγάκι, πότε με την Α. πότε με τη Σ., πότε και με τις δύο και να κουτσομπολεύουμε ανελέητα.
(Δεν είναι πολύ ωραίο, παρ' ότι είσαι ανάμεσα σε πολύ κόσμο και περνάς καλά, να υπάρχουν δυο-τρεις άνθρωποι που δεν θες να τους αποχωριστείς με τίποτα και τους ψάχνεις κάθε τόσο; Νομίζω ότι αυτοί είναι οι πραγματικοί φίλοι. Εκείνοι, που αν δεν μοιραστείς μαζί τους τις όμορφες στιγμές, οι όμορφες στιγμές δεν έχουν το ίδιο νόημα.)
Καθώς προχωρούσε η ώρα, ο κόσμος άρχισε να διαλύεται. Έμεινε ένας τύπος, τον οποίο αποκαλούσαμε "ο χορευτής", να ξερνάει πάνω του στο μπαλκόνι, εγώ, τα κορίτσια και τα αγόρια φίλοι μου. Τα οποία αγόρια είναι απλώς καταπληκτικά παιδιά, γιατί παρ' ότι η μουλάρα η Σ. (εντάξει ήταν και κόκκαλο) έδειχνε μια σχετική αδιαφορία για τον "χορευτή" φίλο της, εκείνοι φρόντισαν να του φτιάξουν καφέ, ρώτησαν πως θα φύγει κλπ.. Τελικά έμεινε ημιλιπόθυμος ημικοιμισμένος στο πλατύσκαλο μέχρι την ώρα που φύγαμε. Η Μ. φρόντισε αμέσως να απολυμάνει το μπάνιο, όπου ο "χορευτής" κατέθεσε μια δεύτερη δόση από τα "σώψυχά" του. Ύστερα απ' αυτά θεωρήσαμε ότι το πάρτι μπορούσε πλέον να κλείσει. Καθώς εμείς (εγώ, η Σ., η Α., η Κ., και μερικά κορίτσια ακόμη) ήμασταν ξυπόλυτες καθ' όλη τη διάρκεια του πάρτι, οι πατούσες μας είχαν μια κατάμαυρη στρώση αποτελούμενη από στάχτες, τζιν, ουίσκι, σκόνη από τα παπούτσια των αλλωνών. Έτσι μπήκαμε στην μπανιέρα, η Σ, η Α. κι εγώ και ξεβγάλαμε αυτά που θα έπρεπε να είναι κανονικά ολόλευκα πέλματα με νύχια με πεντικιούρ, έτσι ώστε να μοιάζουν πάλι κάπως με κοριτσίστικα πόδια και όχι σα να δουλεύαμε μαζί με το Γουίλι το Μαύρο Θερμαστή. Αυτό μου φάνηκε αρκετά διασκεδαστικό και είχε κολλήσει στο μυαλό μου μια εικόνα των παιδικών μου χρόνων, να τσαλαβουτάω με γαλότσες μαζί με τον αδελφό μου σε όλες τις λακκούβες του δρόμου.
Μετά έβαλα τα σανδάλια μου και φύγαμε. Ο Γ. με πήγε σπίτι (πραγματικά δεν έχω ιδέα πως του έδωσα οδηγίες και δεν χαθήκαμε. Μάλλον φοβήθηκα τα ελαφρώς ευαίσθητα νεύρα του υποσυνείδητα και προσπάθησα πραγματικά να μην χαθούμε. Δεν καταλαβαίνω πάντως γιατί λένε ότι τρέχει. Εγώ έφτασα μια χαρά.). Επίσης, ο Σ. μου έδωσε το τεύχος των Μητροπολιτικών Ιστοριών που είχε μαζί του κι έτσι είδα το κείμενό μου τυπωμένο και ήταν κάπως συγκινητικά, αλλά ήμουν πολύ μεθυσμένη εκείνη την ώρα για να το συνειδητοποιήσω, αλλά δεν πειράζει, το χάρηκα σήμερα το πρωί.
Σήμερα είναι Σάββατο. Και η παρέα είναι διχασμένη διότι οι μισοί θα πάνε σε ένα πάρτι κάπου και οι άλλοι μισοί σε ένα μπαρ κάπου αλλού και θα δούμε ποιος θα περάσει καλύτερα. Χα!
Υ.Γ.: ακούστε αυτό. Μου έστειλε το λινκ ο αδελφός μου, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση, σε διαφορετικό ύφος από όλα αυτά που μας παίρνουν τα αυτιά στα δελτία κάθε μέρα.

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Πέμπτη χάραμα. Ύπνος κατά τη μιάμιση. Καμία σχέση με ύπνο. Στριφογύρισμα και άγχος για το ξυπνητήρι. Ξύπνημα τρεις και είκοσι. Ντουζ. Απίστευτα νεύρα από την αϋπνία, αλλά και απίστευτος αυτοέλεγχος (με θαύμασα). Ωραίος αποχαιρετισμός Βαλίτσα (ευτυχώς ελαφριά) και περπάτημα μέχρι τον σταθμό του Ντελφτ. Εννοείται ότι χάθηκα. Στο Ντελφτ, στις τέσσερεις το χάραμα δεν έχει ΟΥΤΕ κακοποιούς. Βρίσκω έναν παππού που προφανώς είχε αϋπνίες. Πάντα με ποδήλατο. Τον ρωτάω στα αγγλικά πως θα πάω στον σταθμό. Καταλαβαίνει και μου απαντάει άπταιστα. Στα Ολλανδικά. Πάλι καλά που το φανάρι μου το δείχνει, κάνει και το σήμα "δύο" με τα δάχτυλά του, λέει και "λινκς", "ρεχτς" που είναι τα ίδια με τα γερμανικά και συννενοούμαστε. Περίπου. Λίγο πιο κάτω ξαναχάνομαι. αυτή τη φορά υπάρχει ένα σταματημένο λεωφορείο. Ο οδηγός τρομάζει περισσότερο από μένα, από ότι εγώ από το γεγονός ότι είμαι μόνη σε μια ερημιά με έναν άγνωστο οδηγό. Μου δίνει παρ' όλα αυτά ακριβέστατες οδηγίες (να πούμε ότι είχα εκτυπωμένο χάρτη. Απλώς είναι ταλέντο το χάσιμο..). Βλέπω από μακριά το σταθμό. Έχω πέντε λεπτά για να προλάβω το τρένο των 4.26. Τρέχω με τη βαλίτσα. Πέντε-έξι τύποι, αρκετά γεροδεμένοι και πανύψηλοι (ε, Ολλανδοί βασικά) μου σφυρίζουν και μου λένε διάφορα. Χέζομαι από φόβο και συνεχίζω να προχωράω. Φτάνω στο σταθμό. Βγάζω εισιτήριο. Η πλατφόρμα είναι άδεια κι από τις δύο πλευρές. Και τα γραφεία κλειδωμένα. Και καμία ανακοίνωση για τρένο στις πινακίδες. Σκέφτομαι σοβαρά να βάλω τα κλάματα και να γυρίσω σπίτι παραιτημένη. Απορρίπτω την ιδέα. Βγαίνω πάλι έξω από τον σταθμό. ένα παλικαράκι (στο μπόι μου, επιτέλους!) με ρωτάει αν πηγαίνω αεροδρόμιο στα αγγλικά. Του λέω πως ναι και μου λέει "oh fuck! δεν έχει τρένο σήμερα, κάνουν συντήρηση. Έχει λεωφορείο από εκεί (από εκεί που ήταν οι πέντε έξι νταγλαράδες), αλλά μόλις έφυγε των 4.30 και τώρα έχει 5.30 και λογικά θα χάσεις την πτήση σου. Αλλά είναι εκεί κάτι παλικάρια, θα ξέρουν τι να κάνεις.". Τον ευχαριστώ, με λούζει κρύος ιδρώτας που πρέπει να ζητήσω βοήθεια από τους τύπους και επιπλέον πεθαίνω από κρύο. Διότι άφησα τα παλτό μου στην Ολλανδία, να μην τα κουβαλάω τον Αύγουστο και είμαι με ένα πουλοβεράκι και μια ζακέτα και πρέπει να είχε περίπου -150000000C. Ένιωθα σωματικό πόνο από το κρύο και την απογοήτευση. Όπως αποδείχτηκε, οι αλήτες που μου σφύριζαν και μου φώναζαν ήταν οι υπεύθυνοι των σιδηροδρομικών σταθμών και έλεγαν κάτι του στυλ "ηλίθια τουρίστρια έλα εδώ να πάρεις το λεωφορείο. Μη φεύγεις ρε ηλίθια, θα το χάσεις και μετά έχει σε μια ώρα!". Αλλά εγώ έχω μεγαλώσει στην Αθήνα και δε μιλάμε σε αγνώστους, γιατί μπορεί να πάρουν τα όργανα. Εννοείται ότι με είπαν ηλίθια (εμμέσως πλην σαφώς) που δεν τους άκουσα πριν, αλλά μου είπαν επίσης ότι θα έπρεπε να πάρω το λεωφορείο μέχρι τη Χάγη και από εκεί το τρένο για αεροδρόμιο. Ένα άσχετο παλικαράκι προθυμοποιήθηκε να μου πει κάθε πόση ώρα έχει τρένο από Χάγη. Το έψαξε με το ίντερνετ στο κινητό του. Αυτό ήταν το τελευταίο που κατάλαβα. Όλα τα άλλα ήταν άπταιστα Ολλανδικά. Όντας τόσο παγωμένη που ένιωθα πραγματική δυστυχία, μπήκα στο λεωφορείο για Χάγη. Θέρμανση, γαμώ το κέρατο!! Γιατί δεν έχει θέρμανση εδώ μέσα??! Ένας από τους τύπους του, ας τον πούμε ΟΣΕ, μου είπε ότι θα ήταν καλύτερα να κατέβω στο Λάηντεν, γιατί από εκεί είχε πιο συχνά τρένο και υπήρχε μια ελπίδα να προλάβω την πτήση μου. Κατεβαίνω Λάηντεν. Μπαίνω σε ένα γεμάτο τρένο που λέει ξεκάθαρα "αεροδρόμιο". Ακούγεται ανακοίνωση στα Ολλανδικά. Βγαίνουν όλοι από το τρένο. Βουρκώνω. Παλικάρι αρπάζει τη βαλίτσα μου και μου λέει (αγγλικά) "Έχει βλάβη αυτό. Τρέχα, ακολούθησέ με γιατί αν χάσεις αυτό τρένο μετά έχει σε μια ώρα. ". Τον ευχαριστώ, και τρέχω πίσω του. Προλαβαίνω το σωστό τρένο. Φτάνω αεροδρόμιο. Κοιτάω το boarding pass. Λέει 7.15. Είναι 7 παρά δέκα. Η πύλη C είναι στου διαόλου τη μάνα. Είμαι σίγουρη ότι δεν θα προλάβω. Γι' αυτό και αποφασίζω να κατουρήσω, πράγμα που ήθελα ώρες πριν, λόγω κρύου. Νιώθω λίγο λιγότερο δυστυχισμένη μετά το κατούρημα. σίγουρη ότι οι πόρτες έχουν κλείσει και έχουν ήδη φωνάξει το όνομά μου από τα μεγάφωνα, χαζεύω πλέον πραγματικά ανέμελη στα ντιούτι φρι, περπατώντας πάντα προς την πύλη μου. Φτάνω εκεί και βλέπω ότι η επιβίβαση δεν έχει καν αρχίσει. Μετά διαπιστώνω ότι το "7.15" είναι επιβίβαση και η αναχώρηση είναι 7.45. Ανακουφίζομαι Κάνω έναν απαίσιο ύπνο στο αεροπλάνο, απ' αυτούς που κοιμάσαι με ανοιχτό το στόμα και πέφτει το σαγόνι σου και τρέχει και λίγο σάλιο στην άκρη. Ξεραίνονται τα μάτια μου, γιατί φοράω φακούς. Βρίζω από μέσα μου. Βγάζω τη φωτογραφική μηχανή και χαζεύω τις φωτογραφίες. Μου φτιάχνει λίγο η διάθεση. Σερβίρουν καφέ και ένα τσουρεκοειδές. Μου φτιάχνει κι άλλο η διάθεση. στη Βιέννη είμαι πλέον πραγματική χαλαρή. Αλλάζω πτήση χωρίς πρόβλημα, συνεχίζω να κοιμάμαι και το 12 αγοράκι παρ' όλα αυτά φροντίζει να πάρει και για μένα το σάντουιτς που μοιράζουν και μου το δίνει όταν ξυπνάω. Τον ευγνωμονώ από μέσα μου, αλλά απ' έξω μου όχι πολύ, γιατί είναι παίκτης τένις, ταξιδεύει με συναθλητές και προπονητές και δεν θέλω να με πάνε μέσα για αποπλάνηση ανηλίκου. Φτάνω Αθήνα. Βρίσκω τη βαλίτσα μου αμέσως. Το X19 είναι έξω από το αεροδρόμιο. Το προλαβαίνω. Το Β12 έρχεται πίσω από το X19, το προλαβαίνω. Και αισίως, με την αλλαγή της ώρας, στις 5 παρά τέταρτο έφτασα σπίτι :).
Δεν θα πω ιδιαίτερα πράγματα για το πως πέρασα. Θα αφήσω να μιλήσουν οι εικόνες, και ίσως κάποιοι από εσάς καταλάβετε γιατί άξιζε η ταλαιπωρία της επιστροφής και με το παραπάνω.